- σελίνι
- το(λ. αγγλ.), νομισματική μονάδα ίση προς 1/20 της αγγλικής λίρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σελίνι — και σελλίνι(ο), το, Ν 1. νομισματική μονάδα διαφόρων χωρών, όπως λ.χ. τής Αυστρίας και τής Τανζανίας 2. παλαιότερη υποδιαίρεση τής αγγλικής λίρας, προτού αυτή υποδιαιρεθεί σε 100 πέννες, που ισοδυναμούσε με το 1/20 τής αξίας της. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Coins of the Cypriot pound — The coins of the Cypriot pound are part of the physical form of current Cypriot currency, the Cypriot pound. They have been issued since coming under British rule in 1878, until Cyprus adoption of euro in 2008. Contents 1 Predecimal series 2… … Wikipedia
Cypriot pound — Λίρα Κύπρου (Greek) Kıbrıs lirası (Turkish) … Wikipedia
Lire chypriote — Livre chypriote Pour les articles homonymes, voir Livre. Ancienne unité monétaire Livre chypriote … Wikipédia en Français
Livre Chypriote — Pour les articles homonymes, voir Livre. Ancienne unité monétaire Livre chypriote … Wikipédia en Français
Livre chypriote — Pour les articles homonymes, voir Livre. Livre chypriote Ancienne unité monétaire Pays officiellement utilisateur(s) … Wikipédia en Français
Libra chipriota — † Κυπριακή λίρα en griego Kıbrıs lirası en turco 252px Antigua moneda de ½ Céntimo Código: CYP Ámbito … Wikipedia Español
νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… … Dictionary of Greek
ξυλοποικιλτική — Είναι η εργασία κατά την οποία επικολούνται σε ξύλινη βάση, λεπτές πλάκες από ξύλο, ή από μέταλλο ή άλλη ύλη σε διάφορα χρώματα με τα οποία σχηματίζονται ορισμένα σχέδια. Η ξ. τέχνη εμφανίστηκε πρώτα κατά τον Μεσαίωνα. Αρχικά περιορίζονταν στην… … Dictionary of Greek
σελλίνι(ο) — το, Ν βλ. σελίνι … Dictionary of Greek